χαρακίτης

χαρακίτης
και χαρακείτης, ὁ, Α
1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους
2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει
3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρακῖται — χαρακίτης living behind a fence masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθυμαλλίς — και πιθ. τ. σε κώδ. τιθυμαλίς, ίδος, ἡ, Α 1. ονομασία είδους θαλάσσιου φυτού 2. είδος φυτού 3. φρ. α) «τιθυμαλὶς μυρσινίτης» ο τιθύμαλλος* θῆλυς (Αφρικαν. Κεστ.) β) «τιθυμαλλὶς χαρακίτης» ο τιθύμαλλος* ἄρρην (Αφρικαν. Κεστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χαράκις — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τιθύμαλλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος + κατάλ. θηλ. ις, εως (πρβλ. πόλ ις), πρβλ. και χαρακίτης] …   Dictionary of Greek

  • χαρακείτης — ὁ, Α βλ. χαρακίτης …   Dictionary of Greek

  • χαρακίται — χαρακί̱τᾱͅ , χαρακίτης living behind a fence masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίτην — χαρακί̱την , χαρακίτης living behind a fence masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακίτου — χαρακί̱του , χαρακίτης living behind a fence masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”