- χαρακίτης
- και χαρακείτης, ὁ, Α1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» — το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, -ακος + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.